τραβώ

τραβώ
τράβηξα, τραβήχτηκα, τραβηγμένος
1. έλκω, σέρνω, έλκοντας μετακινώ: Τραβώ την καρέκλα.
2. σέρνω κάποιον χωρίς τη θέλησή του, ταλαιπωρώ: Μετραβάνε τώρα στα δικαστήρια.
3. σέρνω από τη θήκη, χτυπώ, πυροβολώ: Τραβώ το σπαθί. – Του τράβηξε ένα χαστούκι. – Του τράβηξαν δυο πιστολιές.
4. αντλώ υγρό, απορροφώ, πίνω: Τραβώ νερό απ' το πηγάδι. – Το σφουγγάρι τράβηξε το νερό όλο. – Τραβάει πολύ το ούζο.
5. προσελκύω, γοητεύω, σαγηνεύω: Τον τραβάει αυτή η γυναίκα.
6. αποζητώ κάτι ως συμπλήρωμα για ευχαρίστηση: Τραβάει η καρδιά μου τώρα μια βαρκάδα.
7. αποσύρω μέρος από όλο: Τράβηξα λεφτά απ' την Τράπεζα.
8. απομακρύνω, αποσπώ, αποτραβώ: Τράβηξε το παιδί σου από τέτοιες παρέες.
9. πάσχω, υποφέρω: Τι τράβηξα δε λέγεται.
10. αγοράζω, καταναλώνω ή έχω ζήτηση, ζητιέμαι: Η Ευρώπη τραβά τα καλά καπνά. – Πολύ τραβιέται φέτος η ντομάτα.
11. εκτυπώνω, τυπογραφώ: Τράβηξα δυο χιλιάδες αντίτυπα.
12. αμτβ., κατευθύνομαι, πηγαίνω: Τραβάμε για τις Σέρρες.
13. σχηματίζω ρεύμα: Δεν τραβάει το τζάκι.
14. παρατείνομαι, κρατώ πολύ: Αυτή η δίκη τράβηξε πολύ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τραβώ — άω, Ν 1. έλκω, σύρω, μετακινώ προς ορισμένη κατεύθυνση (α. «τράβηξε την καρέκλα πιο κοντά» β. «μη μέ τραβάς» γ. «τού τράβηξε τα αφτιά») 2. (για όπλο) σύρω από τη θήκη, ανασπώ ή σηκώνω (α. «τραβώ το σπαθί» β. «τράβηξε το κουμπούρι») 3. ρίχνω με… …   Dictionary of Greek

  • τραβώ — τραβάω / τραβώ, τράβηξα βλ. πίν. 66 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κοντοτραβώ — τραβώ κάποιον ή κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + τραβώ] …   Dictionary of Greek

  • λεβάρω — τραβώ αλυσίδα ή παλαμάρι, σύρω με αλυσίδα ή με παλαμάρι ένα πλεούμενο στη στεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. levare «υψώνω»] …   Dictionary of Greek

  • ξεμανταλώνω — τραβώ τον μάνταλο τής πόρτας, ανοίγω την πόρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + μανταλώνω] …   Dictionary of Greek

  • ξεφιτιλίζω — τραβώ προς τα έξω και καθαρίζω το φιτίλι τού λυχναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + φιτίλι] …   Dictionary of Greek

  • προσελκύω — τραβώ προς το μέρος μου, σέρνω κάτι προς τον εαυτό μου: Προσπαθεί να προσελκύσει την προσοχή του κόσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλκω — και ελκύω (AM ἕλκω και ἑλκύω) 1. σέρνω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου 2. προσελκύω, σαγηνεύω 3. (για πλοίο) καθελκύω, τραβώ από την ξηρά στη θάλασσα 4. (για πλοίο) ρυμουλκώ 5. (για άροτρο, άμαξα, μηχανή) κινούμαι προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • εφέλκω — (Α ἐφέλκω, ιων. τ. ἐπέλκω) σύρω, τραβώ προς το μέρος μου αρχ. 1. σύρω, τραβώ κάτι πίσω από κάποιον 2. οδηγώ σέρνοντας («ἐκ τοῡ βραχίονος ἵππον ἐπέλκουσα», Ηρόδ.) 3. (για πλοίο) ρυμουλκώ («ναῡς ὥς ἐφέλξω», Ηρόδ.) 4. (για άρρωστα ζώα ή ανθρώπους)… …   Dictionary of Greek

  • ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”